- περιγίνομαι
- περιγίγνομαιto be superior topres ind mp 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… … Dictionary of Greek
ՅԱՂԹՈՒԿ — ( ) NBH 2 0317 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. ՅԱՂԹՈՒԿ ԼԻՆԵԼ. περιγίνομαι supersum, superior sum, supero. Յաղթկու եւ տոկուն լինել. *Երկայնմտութեամբ յաղթուկ լինել փորձութեանցն. Բրս. սղ.: *Մի՛ ասեր, թէ ոչ կարեմ յաղթուկ լինել եւ տեւել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)